- κέντημα
- Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που χαράζει περιγράμματα σε απλή γραμμή, η σφηκοφωλιά, που δημιουργεί μοτίβο σαν κηρήθρα, η point d’ombre, η οποία ακολουθεί το περίγραμμα του σχεδίου στην ανάποδη ενός λεπτού υφάσματος, έτσι ώστε το ίδιο σχέδιο να βγαίνει στην καλή, το φεστόνι, προορισμένο για να κεντιούνται οι άκρες του υφάσματος, αλλά και οι βελονιές ψαροκόκαλο, αζούρ, petit-point, απλικασιόν,πλακέ, ανεβατό κλπ.
Ιστορία. Πολυάριθμες φιλολογικές και καλλιτεχνικές μαρτυρίες αποδεικνύουν την αρχαιότατη καταγωγή του κ. Αναφέρονται σε άξιες κεντήστρες (Οδύσσεια) ή σε κεντητά υφάσματα (Βίβλος, Ιεζεκιήλ κη’), ενώ αρχαία συριακά και αιγυπτιακά κεραμικά αντιγράφουν κ. με γεωμετρικά συνήθως μοτίβα. Ωστόσο, ελάχιστα κομμάτια από αρχαία κεντητά υφάσματα έχουν σωθεί αυτούσια. Οι αρχαίοι Έλληνες έμαθαν την τέχνη από τους Φρύγες και οι Ρωμαίοι τη διατήρησαν έως το τέλος της αυτοκρατορίας, όταν η τεχνική των πολύχρωμων σταμπωτών υφασμάτων εκτόπισε σχεδόν το κ. Αρχαιότατο είναι και το κινεζικό κ., το οποίο με τη διακοσμητική του αντίληψη και την πολυχρωμία του επηρέασε ακόμα και τη δυτική κεντητική.
Κατά τα τέλη του Μεσαίωνα η τέχνη του κ. άκμαζε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ονομαστά είναι τα αγγλικά κ. σε ιερατικά άμφια και εκκλησιαστικά αντικείμενα, τα γερμανικά που μιμούνται μικρογραφίες κωδίκων και τα γαλλικά με τη χαριτωμένη κομψότητά τους. Στην Ιταλία, περίπου το 1000 μ.Χ., οι Σαρακηνοί ίδρυσαν στο Παλέρμο ειδικευμένα εργαστήρια κεντητικής, τα οποία πολύ σύντομα απέκτησαν πανευρωπαϊκή φήμη. Έναν αιώνα αργότερα εμφανίστηκαν και άλλα τέτοια εργαστήρια στη Γένοβα, στην Πίζα και στη Βενετία. Οι νέες οικονομικές δυνατότητες και η έναρξη ανταλλαγών με την Ανατολή ευνόησαν τη διάδοση του κ., το οποίο σιγά-σιγά απέκτησε μεγαλύτερη σπουδαιότητα, χάρη στην πολύτιμη συμβολή των ζωγράφων της εποχής, οι οποίοι παραχωρούσαν τα σχέδια.
Από τον 15o έως τον 17o αι. τα ιταλικά, τα ελληνικά και τα ισπανικά κ. ήταν κατά προτίμηση πορφυρόχρωμα, ενώ τα ανατολικά παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία χρωμάτων και αποχρώσεων. Toν 16o αι. το κ. αντικατέστησε τα κατά κανόνα θρησκευτικά θέματα, με φυτικά ή άλλα κοσμικά μοτίβα. Τον 17o αι. η Γαλλία εγκαινίασε τη μόδα του petit-point, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως σε ταπισερί κ.ά. Toν 17o αι. μεγάλη διάδοση στη Γαλλία, στην Ισπανία, στην Ιταλία και στη Γερμανία είχαν τα πολύ εντυπωσιακά χρυσοκεντήματα. Αντίθετα, κατά τον 19ο αι. παράκμασε αυτό το διακοσμητικό είδος, κυρίως εξαιτίας των διαφορετικών κατευθύνσεων της μόδας. Κατόπιν, η κεντητική άρχισε να προσανατολίζεται προς το λεγόμενο λευκό κ., που περιλάμβανε και εργασίες με χρωματιστές κλωστές, αλλά το χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά στη διακόσμηση του λευκού ρουχισμού (εσώρουχα, τραπεζομάντιλα, σεντόνια κλπ.).
Στο μεταξύ (περίπου το 1830) εφευρέθηκαν στην Ελβετία οι πρώτες κεντητικές μηχανές, προορισμένες για μεγάλη παραγωγή. Οι χειροκίνητες αυτές μηχανές αποτελούνταν βασικά από ένα κάθετο τελάρο, πάνω στο οποίο τέντωναν το πανί που ήταν για κ., από ένα διπλό σύστημα λαβίδων, οι οποίες κατηύθυναν έναν μηχανισμό βελονών, και από έναν παντογράφο, ο οποίος, οδηγούμενος κατά μήκος του σχεδίου που επρόκειτο να κεντηθεί, καθόριζε τις κινήσεις του τελάρου. Στις πρώτες αυτές μηχανές έγιναν αργότερα διάφορες βελτιώσεις, ανάμεσα στις οποίες υπήρξε η επινόηση του Α. Γκρέμπλε. Ο ίδιος αντικατέστησε το σχέδιο και τον παντογράφο με τρυπημένα χαρτόνια, τα οποία, με κατάλληλους μηχανισμούς, κατηύθυναν τις κινήσεις του τελάρου.
Έτσι αυτοματοποιήθηκε πλήρως η διαδικασία του κ. Το μηχανοποίητο κ. αποτελεί έναν από τους βασικούς οικονομικούς πόρους ορισμένων πόλεων της βόρειας Ιταλίας, της Ελβετίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας.
νεοελληνική κεντητική. Από τους κλάδους της ελληνικής λαϊκής τέχνης, η κεντητική παρουσιάζει ιδιαίτερο καλλιτεχνικό αλλά και λαογραφικό ενδιαφέρον. Η διπλή επίδραση της Δύσης και της Ανατολής, που δέχτηκε η Ελλάδα λόγω της γεωγραφικής της θέσης, έβαλε τη σφραγίδα της και στα νεοελληνικά κ., χωρίς όμως να αλλοιώσει τον εθνικό τους χαρακτήρα. Εξάλλου, η ιδιομορφία της ελληνικής γης, με τα πολλά νησιά και τις αποκλεισμένες από βουνά και θάλασσα περιοχές, δημιούργησε πλήθος τοπικών αισθητικών αποχρώσεων και έδωσε στα έργα της κεντητικής μεγάλη μορφολογική ποικιλία και πλούτο διακοσμητικών θεμάτων.
Από την άποψη των υλικών και του χρωματισμού, τα νεοελληνικά κ. διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: στα χρωματιστά, στα λευκά και στα χρυσά. Οι δύο πρώτες ομάδες περιλαμβάνουν κ. της απλής κλωστής, συνήθως μεταξωτής και σπανιότερα μάλλινης ή βαμβακερής, και ανήκουν στον χώρο της οικιακής και γυναικείας τέχνης. Η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει κ. με χρυσό και αποτελεί ιδιαίτερη διακλάδωση της νεοελληνικής κεντητικής, που εξελίχθηκε σε οργανωμένη ανδρική χειροτεχνία. Στα χρωματιστά θα μπορούσε να περιληφθεί και μια ομάδα κ. της φορεσιάς, που, μολονότι είχαν εκτελεστεί από τεχνίτες με τις τεχνικές της χρυσοκεντητικής, απομακρύνονται από τη χρωματική και αισθητική αντίληψη των χρυσών κ., εξαιτίας των χρωματιστών στριφτών μεταξωτών κορδονιών που έχουν χρησιμοποιηθεί ως υλικό.
χρωματιστά κ. Από την άποψη της χρήσης και του προορισμού, τα κ. με χρωματιστά μετάξια χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στα κ. για τον στολισμό του σπιτιού και στα κ. της φορεσιάς, ιδιαίτερα της γυναικείας. Από τις δύο αυτές ομάδες, η πρώτη περιλαμβάνει τα παλαιότερα υποδείγματα της ελληνικής κεντητικής, που ανάγονται στον 18o αι. Η μορφή των κ. του σπιτιού επηρεάζεται άμεσα από την οργάνωση των εσωτερικών χώρων. Επειδή, μάλιστα, το βασικότερο στοιχείο του ελληνικού λαϊκού σπιτιού είναι το συζυγικό κρεβάτι και ο χώρος που το φιλοξενεί, τα πλουσιότερα και χαρακτηριστικότερα κ. είναι σεντόνια, κρεβατόγυροι, μαξιλάρια και κουρτίνες. Λαμπρά υποδείγματα της κεντητικής του σπιτιού αποτελούν τα σεντόνια, οι κρεβατόγυροι και τα μαξιλάρια της Ηπείρου και της Σκύρου, τα σεντόνια και οι μαξιλάρες της Επτανήσου και τα σπερβέρια των νησιών του Αιγαίου, ιδιαίτερα της Πάτμου, της Ρόδου και της Κω.
Από τα εξαρτήματα της φορεσιάς, εκείνο που συγκεντρώνει πλούσιο κ. με πολύχρωμα μετάξια είναι κυρίως το γυναικείο πουκάμισο, κοινό –με διάφορες παραλλαγές– σε όλες τις ποικιλίες της ελληνικής φορεσιάς. Χρωματιστό και πολύχρωμο κ., εκτελεσμένο όμως με στριφτά μεταξωτά κορδόνια, όταν δεν είναι με χρυσά, έχουν πολλές φορές οι ποδιές και οι διάφοροι εξωτερικοί ανδρικοί και γυναικείοι επενδύτες, γιλέκα, φέρμελες, φλοκάτες και σεγκούνες. Τα κ. αυτά παρουσιάζουν ιδιότυπη διακοσμητική αντίληψη, γιατί, ενώ από χρωματική άποψη πλησιάζουν τα κ. της μεταξωτής κλωστής, από άποψη τεχνικής και υλικού (στριφτό κορδόνι) ανήκουν στα έργα της χρυσοκεντητικής.
Τα κ. της φορεσιάς, όπως και οι ίδιες οι φορεσιές, είναι κατά κανόνα νεότερα από τα κ. του σπιτιού και ανήκουν στον 19o αι. Εξαίρεση αποτελούν τα κεντητά πουκάμισα της γυναικείας φορεσιάς της Κρήτης, ορισμένα από τα οποία έχουν κεντημένες χρονολογίες του 17ου αι. Τα χρωματιστά κ. είναι εκτελεσμένα, κατά κανόνα, με μεταξωτές κλωστές σε λαμπρούς χρωματισμούς, οι οποίοι, χάρη στη φυτική τους προέλευση, παρέμειναν αναλλοίωτοι στο πέρασμα του χρόνου. Τα βασικά χρώματα είναι τρία: το πράσινο, το κόκκινο και το γαλάζιο, χωρίς όμως να αποκλείεται η χρήση και άλλων, ιδιαίτερα του κίτρινου και του μαύρου. Τα χρώματα αυτά χρησιμοποιούνται ακέραια, χωρίς να επιδιώκονται χρωματικές διαβαθμίσεις. Το χρωματολόγιο όμως εμπλουτίζεται με την τονική ποικιλία που προκύπτει από τις διαφορετικές αναλογίες των φυτικών ουσιών και τον διαφορετικό χρόνο του βρασμού τους.
Από την άποψη της διακοσμητικής αντίληψης, εκείνο που χαρακτηρίζει την ελληνική κεντητική στη μεγαλύτερή της έκταση είναι η επικράτηση του νατουραλιστικού στοιχείου, το οποίο εκφράζεται με λουλούδια σε οργιαστικές συνθέσεις, κυρίως τουλίπες, νάρκισσους, γαρίφαλα και τριαντάφυλλα. Από την άποψη της τεχνικής, τα κ. του μεταξιού διαιρούνται σε δύο κατηγορίες, με ανάλογες επιπτώσεις στην αισθητική τους εμφάνιση: στα λεγόμενα ξομπλιαστά και στα γραφτά. Τα πρώτα έχουν εκτελεστεί με τις διάφορες μετρητές βελονιές, χωρίς τα μοτίβα να έχουν σχεδιαστεί προηγουμένως στο ύφασμα. Αποτέλεσμα είναι η έλλειψη της καμπύλης γραμμής και η επικράτηση της ευθείας, που τυποποιεί τα θέματα σε αυστηρή διακοσμητική ακινησία. Αντίθετα, στα γραφτά κ. προηγείται αποτύπωση του σχεδίου στο ύφασμα και ακολουθεί η εκτέλεση με τις διάφορες ρίζες, τεχνική που επιτρέπει τις πιο ελεύθερες και νατουραλιστικές αποδόσεις. Παρά τις διαπιστώσεις αυτές, η ελευθερία τους δεσμεύεται από δύο πανίσχυρους νόμους της ελληνικής τέχνης: την αυστηρότητα και τη συμμετρία. Η δέσμευση αυτή γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτή στις μεγάλες ζωφοροειδείς συνθέσεις, που στολίζουν στενές και μακριές επιφάνειες, όπως τα σεντόνια ή οι ποδόγυροι των πουκαμίσων, και εκφράζεται κυρίως με τριαδικά, εραλδικά θέματα και με την επανάληψη της εναλλασσόμενης μορφής· ένα κυπαρίσσι, για παράδειγμα, ανάμεσα σε δύο παγώνια εναλλάσσεται με μία γλάστρα, ή ένα μεγάλο λουλούδι εναλλάσσεται με ένα μπουκέτο μικρότερων λουλουδιών κ.ο.κ. Ένας τρίτος κανόνας, που επηρεάζει βασικά την αισθητική αντίληψη των ελληνικών κ., είναι ο κοινός σε κάθε μορφή πρωτόγονης τέχνης τρόμος του κενού. To horror vacui (τρόμος του κενού) οδηγεί στη συμπύκνωση των διακοσμητικών θεμάτων και στην κάλυψη (γέμισμα) των μεγάλων τους επιφανειών με μικρότερα διακοσμητικά μοτίβα. Ένα μεγάλο φύλλο, για παράδειγμα τουλίπας ή τριανταφυλλιάς, γεμίζει με μικρές τουλίπες ή μικρά αγριοτριαντάφυλλα, ενώ το σώμα ενός μεγάλου ζώου γεμίζει με μικρότερες ζωικές φιγούρες.
Το βασικό θέμα που κυριαρχεί στα χρωματιστά κ. του μεταξιού είναι η γλάστρα. Εικονίζεται κατά κανόνα ως ανθοφόρο αγγείο, στα κλαδιά του οποίου κάθονται μικρές ανθρώπινες φιγούρες, ζώα και πουλιά, ενώ το πλαισιώνουν δύο ζωικές μορφές, συμμετρικά διατεταγμένες δεξιά και αριστερά. Στο βασικό αυτό θέμα, που έχει ανατολική καταγωγή, η ελληνική παράδοση προσθέτει τα δικά της σύμβολα: φίδια, πετεινούς, δικέφαλους αετούς, ελάφια και γοργόνες. Πλάι στα συμβολικά και μαγικά αυτά μοτίβα εικονίζονται ολόκληρες σκηνές της καθημερινής λαϊκής ζωής, στις επισημότερες και γραφικότερες στιγμές της. Ο γάμος, το ψίκι (γαμήλια πομπή), το νυφικό ζευγάρι, ο χορός, οι μουσικοί αποτελούν χαρακτηριστικά λαογραφικά και αφηγηματικά μοτίβα που συνηθίζονται ιδιαίτερα στα κ. της Ηπείρου, της Κρήτης και της Σκύρου.
λευκά κ. Στην Ιταλία, που φαίνεται ότι επηρέασε ιδιαίτερα την ελληνική λευκοκεντητική, το λευκό κ. εμφανίστηκε κατά τον 16o αι. με τον όρο κ. της Σαξονίας. Η τεχνοτροπία του φανέρωνε γερμανική καταγωγή.
Στην Ελλάδα, το λευκό κ., όπως και η δαντέλα, με την οποία παρουσιάζει αρκετά κοινά σημεία αισθητικής αντίληψης, διαδόθηκε ιδιαίτερα στα ελληνικά νησιά, όπου είναι εντονότερες και διαρκέστερες οι δυτικές επιδράσεις. Από τα ωραιότερα λευκά κ. της ελληνικής λαϊκής τέχνης είναι το νυφικό πουκάμισο της λευκαδίτικης φορεσιάς, η αραχνοΰφαντη μεταξωτή, επίσης λευκαδίτικη, μπόλια και το αραχνοΰφαντο πουκάμισο της ψαριανής ενδυμασίας, το λεγόμενο τσιμπουκωτό. Εκτός από τη φορεσιά, το λευκό κ. συνηθιζόταν και στον ρουχισμό του νησιώτικου σπιτιού. Οι λευκοκεντημένες πετσέτες της Μυτιλήνης και τα αναχυτά κ. της Σκύρου είναι από τα ωραιότερα και λεπτότερα υποδείγματα της ελληνικής λευκοκεντητικής. Περισσότερα και πιο συνηθισμένα είναι τα τρυπητά ή χυτά λευκοκεντήματα των άλλων αιγαιοπελαγίτικων νησιών. Στόλιζαν κυρίως κρεβατόγυρους, πετσέτες και σεντόνια πάνω σε βαρύτερα βαμβακερά υφάσματα με επίσης βαμβακερή κλωστή. Τα χυτά αυτά κ. πλησιάζουν περισσότερο την αισθητική της δαντέλας και είναι κεντημένα με την τεχνική του φιλτιρέ. Από την άποψη αυτή τα χυτά κ. ανήκουν στη μεγάλη κατηγορία των μετρητών ή ξομπλιαστών, γιατί έχουν γίνει με το μέτρημα κλωστών και βελονιών και τα θέματά τους παρουσιάζουν τη συνηθισμένη στα μετρητά κ. τυποποίηση και ακινησία.
χρυσοκεντητική. Η χρυσοκεντητική είναι ο πλουσιότερος και πολυτιμότερος κλάδος της νεοελληνικής κεντητικής, του οποίου αντιπροσωπευτικά παραδείγματα υπάρχουν και στις τρεις του υποδιαιρέσεις: της φορεσιάς, του σπιτιού και της εκκλησίας. Η κεντητική με χρυσό, που έχει τις ρίζες της στην Ανατολή, άρχισε να ακμάζει στην Ελλάδα περίπου τον 4o αι. μ.Χ. και διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής εποχής, τροφοδοτώντας με τα έργα της τη χλιδή της βυζαντινής Aυλής και την πολυτέλεια της Ανατ. Oρθόδοξης Εκκλησίας.
Κατά τον 18o αι., εποχή γενικής ακμής της ελληνικής λαϊκής τέχνης, η χρυσοκεντητική παρουσίασε καινούργια άνθηση στον ελληνικό χώρο. Και ενώ το κ. του μεταξιού παρέμεινε αποκλειστικά γυναικείο έργο, η χρυσοκεντητική εξελίχθηκε και οργανώθηκε κυρίως σε ανδρική χειροτεχνία. Το επάγγελμα του τερζή και του συρμακέση, που αποτελούσαν τις δύο ειδικότητες των χρυσοκεντητών, πρωτοστατούσε στην οργανωμένη βιοτεχνία του 18ου αι., και τα σινάφια τους, δηλαδή οι συντεχνίες τους, είχαν πολλά μέλη. Οι χρυσοκεντητές κατάγονταν κυρίως από ορεινές περιοχές, όπου, λόγω του άγονου εδάφους, οι κάτοικοι αναγκάζονταν να στραφούν προς τις τέχνες.
Από τους δύο κλάδους επαγγελματιών ειδικευμένων στη χρυσοκεντητική, οι τερζήδες, συγχρόνως ράφτες και χρυσοκεντητές, υπήρξαν κυρίως πλανόδιοι τεχνίτες. Κάθε χειμώνα εγκατέλειπαν τα ορεινά χωριά τους και, οργανωμένοι σε κουμπανίες με μαστόρους, πρωτοκαλφάδες, καλφάδες και μαστορόπουλα, περιόδευαν ολόκληρη την Ελλάδα, για να ράψουν και να χρυσοκεντήσουν τις τοπικές φορεσιές, τις φέρμελες, τα τουζλούκια, τα γιλέκα, τις σεγκούνες, τις μπουραζάνες, τις φλοκάτες κ.ά. Συχνά, ακολουθώντας τα δρομολόγια των καραβανιών, έφταναν μέχρι τα βορειότερα σημεία της Βαλκανικής ή έως τα βάθη της Ανατολής. Η τεχνική των τερζήδων συνίσταται στο κ. ενός σχεδίου καθορισμένου πάνω σε χαρτί που ραβόταν πρόχειρα πάνω στο ύφασμα το οποίο επρόκειτο να κοσμηθεί. Το κ. γινόταν με το κάρφωμα, δηλαδή το στερέωμα με κρυφές μεταξωτές βελονιές ενός χρυσού ή αργυρού στριφτού κορδονιού, και ακολουθούσε το περίγραμμα του σχεδίου. Όταν τέλειωνε το κ., έβγαζαν το χαρτί και στην καλή όψη του υφάσματος έμενε ο χρυσός διάκοσμος. Με την τεχνική αυτή των τερζήδων είναι κεντημένα τα περισσότερα εξαρτήματα των ελληνικών εθνικών ενδυμασιών. Τα λαμπρότερα υποδείγματα συγκαταλέγονται ανάμεσα στις φέρμελες και στις περικνημίδες της φουστανέλας, τα κοντογούνια της Κέρκυρας και τα πιρπιριά των Ιωαννίνων. Οι ίδιοι τεχνίτες με την ίδια τεχνική κεντούσαν και έραβαν μια άλλη κατηγορία εξαρτημάτων της φορεσιάς, όπου στη θέση των χρυσών χρησιμοποιούσαν πολύχρωμα μεταξωτά κορδόνια. Εξαίρετα δείγματα αυτού του είδους αποτελούν οι διάφορες σεγκούνες της δυτικής Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Αττικής, της Κορινθίας κ.ά. καθώς και εξαρτήματα της φουστανέλας.
Η δεύτερη ειδικότητα της νεοελληνικής χρυσοκεντητικής, η λεγόμενη συρμακέσικη, είναι δυσκολότερη από την τερζίδικη. Γι’ αυτό συρμακέσικα γίνονταν μόνο τα χρυσοκεντήματα των εκκλησιών και λίγα εκλεκτά κομμάτια της φορεσιάς ή του σπιτιού, κυρίως πέτσινα σελάχια, φέσια και στολίσματα του κρεβατιού. Η δυσκολία της τεχνικής αυτής έγκειται στο ότι ο τεχνίτης δεν χρησιμοποιούσε στριφτό κορδόνι αλλά λεπτή χρυσή ή μεταξωτή κλωστή, την οποία, όπως περίπου ο τερζής, κάρφωνε με κρυφές βελονιές στην καλή όψη του υφάσματος, ακολουθώντας το περίγραμμα του σχεδίου. Η τεχνική αυτή ταυτίζεται με την τεχνική των συρματεΐνων έργων της βυζαντινής χρυσοκεντητικής και με αυτήν είναι κεντημένα όλα τα λαμπρά εκκλησιαστικά χρυσοκεντήματα της βυζαντινής εποχής.
Αντίθετα με τους τερζήδες, που ήταν πλανόδιοι, οι συρμακέσηδες εργάζονταν σε μόνιμες εγκαταστάσεις. Τέτοια διάσημα εργαστήρια χρυσοκεντητικής υπήρχαν σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα του 18ου αι., στην Κωνσταντινούπολη, στα Γιάννενα, στη Θεσσαλονίκη, στην Τραπεζούντα κ.α. Εκτός από τα κοσμικά αυτά εργαστήρια, η χρυσοκεντητική άκμασε από τον 17o αι. και ως μοναστηριακή τέχνη. Χαρακτηριστικές είναι οι επιγραφές σε εκκλησιαστικά χρυσοκεντήματα, που αναφέρουν τεχνίτες μοναχούς και μοναχές· για παράδειγμα Άννα μοναχή, Σοφία μοναχή, Ιερεμίας ιερομόναχος, Αρσένιος μοναχός κ.ά.
Τα εξαιρετικότερα έργα της συρμακέσικης τεχνικής είναι εκκλησιαστικά χρυσοκεντήματα του 17ου και του 18ου αι., δηλαδή λειτουργικά ενδύματα ή άμφια ιερέων, επιτραχήλια, επιγονάτια, επιμάνικα κλπ. καθώς και διάφορα πέπλα που κοσμούν τις εκκλησίες, όπως οι ποδιές εικόνων και τα παραπετάσματα της Ωραίας Πύλης, ή χρησιμοποιούνται κατά την ώρα της λειτουργίας, όπως ο επιτάφιος και ο Αήρ. Στα κ. αυτά, εκτός από τις χρυσές και αργυρές κλωστές, οι τεχνίτες χρησιμοποιούσαν και λεπτότατα πολύχρωμα μετάξια –κυρίως για τα γυμνά μέρη των σωμάτων– τα οποία επίσης καρφώνονταν στην καλή όψη του υφάσματος χωρίς να το διαπερνούν.
Παραλλαγές και τροποποιήσεις στις λεπτομέρειες της βασικής τεχνικής προσδίδουν διαφορετική αισθητική εμφάνιση στα χρυσοκεντήματα των εκκλησιών και βοηθούν στη χρονολόγησή τους. Έτσι, πριν από τον 18o αι., παρουσίαζαν έντονη σχηματοποίηση και επιπεδότητα των θεμάτων, που οφειλόταν στον τονισμό των περιγραμμάτων με μεταξωτές μαύρες ή καφετιές βελονιές και στην έλλειψη εσωτερικών γεμισμάτων. Όμως, περίπου τον 18o αι., οι επιδράσεις του δυτικού μπαρόκ εμφανίστηκαν και στην εκκλησιαστική χρυσοκεντητική. Τα σκουρόχρωμα περιγράμματα καταργήθηκαν, ενώ το σήκωμα ή φούσκωμα ορισμένων λεπτομερειών των ενδυμάτων ή των φυτικών διακοσμητικών μοτίβων, με τη βοήθεια μεταξωτού παραγεμίσματος, προσέδιδε στα θέματα μια γλυπτική πλαστικότητα, χαρακτηριστική των χρυσοκεντημάτων αυτής της εποχής.
Το κέντημα με χρυσό κατάγεται από την Κίνα, απ’ όπου διαδόθηκε σε όλη την Ανατολή και την Ευρώπη.
Λεπτομέρεια από το «φελόνιο του Βονιφάτιου Η’», χρυσοκέντημα του 13ου αι. (Θησαυροφυλάκιο καθεδρικού ναού, Anagni).
Επιγονάτιο του 18ου αι., εξαίρετο δείγμα συρμακέσικης τεχνικής (Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα).
Η συρμακέσικη τεχνική είναι η δυσκολότερη της νεοελληνικής χρυσοκεντητικής. Στη φωτογραφία, ένα από τα ωραιότερα δείγματα, επιτάφιος του 17ου αι. (Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα).
Λευκά κεντήματα: πάνω, αναχυτό κέντημα Σκύρου· κάτω, λευκοκέντημα από πουκάμισο των Ψαρών.
Πάνω: αριστερά, χρυσοκεντημένο σελάχι, από τα δυσκολότερα έργα της συρμακέσικης τεχνικής και, δεξιά, πιρπιρί Ιωαννίνων με τερζήδικο κέντημα. Κάτω: αριστερά, γιλέκο φουστανέλας με συρμακέσικο κέντημα και, δεξιά, κοντογούνι Κέρκυρας με τερζήδικο χρυσοκέντημα (Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα).
Πάνω: αριστερά, χρυσοκεντημένο σελάχι, από τα δυσκολότερα έργα της συρμακέσικης τεχνικής και, δεξιά, πιρπιρί Ιωαννίνων με τερζήδικο κέντημα. Κάτω: αριστερά, γιλέκο φουστανέλας με συρμακέσικο κέντημα και, δεξιά, κοντογούνι Κέρκυρας με τερζήδικο χρυσοκέντημα (Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα).
Πάνω: αριστερά, χρυσοκεντημένο σελάχι, από τα δυσκολότερα έργα της συρμακέσικης τεχνικής και, δεξιά, πιρπιρί Ιωαννίνων με τερζήδικο κέντημα. Κάτω: αριστερά, γιλέκο φουστανέλας με συρμακέσικο κέντημα και, δεξιά, κοντογούνι Κέρκυρας με τερζήδικο χρυσοκέντημα (Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα).
Πάνω: αριστερά, χρυσοκεντημένο σελάχι, από τα δυσκολότερα έργα της συρμακέσικης τεχνικής και, δεξιά, πιρπιρί Ιωαννίνων με τερζήδικο κέντημα. Κάτω: αριστερά, γιλέκο φουστανέλας με συρμακέσικο κέντημα και, δεξιά, κοντογούνι Κέρκυρας με τερζήδικο χρυσοκέντημα (Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα).
Λευκά κεντήματα: πάνω, αναχυτό κέντημα Σκύρου· κάτω, λευκοκέντημα από πουκάμισο των Ψαρών.
Χρωματιστά κεντήματα: 1) σπερβέρι Ρόδου (18ος αι.), 2) κέντημα από επτανησιακό σεντόνι (18ος αι.), 3) μaξιλαράκια Σκύρου (19ος αι.), 4) κέντημα από σεντόνι Ιωαννίνων (19ος αι.), 5) κεντητός ποδόγυρος από πουκάμισο Τανάγρας (Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα).
Χρωματιστά κεντήματα: 1) σπερβέρι Ρόδου (18ος αι.), 2) κέντημα από επτανησιακό σεντόνι (18ος αι.), 3) μaξιλαράκια Σκύρου (19ος αι.), 4) κέντημα από σεντόνι Ιωαννίνων (19ος αι.), 5) κεντητός ποδόγυρος από πουκάμισο Τανάγρας (Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα).
Χρωματιστά κεντήματα: 1) σπερβέρι Ρόδου (18ος αι.), 2) κέντημα από επτανησιακό σεντόνι (18ος αι.), 3) μaξιλαράκια Σκύρου (19ος αι.), 4) κέντημα από σεντόνι Ιωαννίνων (19ος αι.), 5) κεντητός ποδόγυρος από πουκάμισο Τανάγρας (Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα).
Χρωματιστά κεντήματα: 1) σπερβέρι Ρόδου (18ος αι.), 2) κέντημα από επτανησιακό σεντόνι (18ος αι.), 3) μaξιλαράκια Σκύρου (19ος αι.), 4) κέντημα από σεντόνι Ιωαννίνων (19ος αι.), 5) κεντητός ποδόγυρος από πουκάμισο Τανάγρας (Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα).
Χρωματιστά κεντήματα: 1) σπερβέρι Ρόδου (18ος αι.), 2) κέντημα από επτανησιακό σεντόνι (18ος αι.), 3) μaξιλαράκια Σκύρου (19ος αι.), 4) κέντημα από σεντόνι Ιωαννίνων (19ος αι.), 5) κεντητός ποδόγυρος από πουκάμισο Τανάγρας (Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα).
* * *το (Α κέντημα) [κεντώ]το κέντρισμα με αιχμηρό όργανο, κεντιά, αγκύλωμα, αγκυλωματιά, νύγμα, σούβλισμανεοελλ.1. μτφ. παρακίνηση, προτροπή2. τέχνη διακόσμησης υλικών, κυρίως υφασμάτων, με χρήση βελόνας και κλωστής ή λεπτού σύρματος3. συνεκδ. το κεντητό εργόχειρο, το ξόμπλι, το κεντίδι4. μουσ. ένας από τους δέκα χαρακτήρες τής βυζαντινής μουσικήςαρχ.1. μτφ. τιμωρία, ποινή2. αιχμή όπλου3. στίξη, διάστιξη.
Dictionary of Greek. 2013.